κηρεσιφόρος

κηρεσιφόρος
κηρεσιφόρος, -ον (Μ)
θανατηφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρεσι- (< κήρ [Ι]) + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. πυρφόρος, υπνο-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κηρ — (I) κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α) 1. ως κύριο όν. Κήρ η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.) 2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”